- καλοκαμωμένος
- καλοκαμωμένος, -η, -ο και καλοκάμωτος, -η, -οκαλοφτιαγμένος, όμορφος: Συνόδευε μια καλοκαμωμένη κοπέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοκαμωμένος — η, ο βλ. καλοκαμώνομαι … Dictionary of Greek
καλοκαμώνομαι — 1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς 2. ωριμάζω 3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, η, ο α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο») β) (κυρίως για καρπούς)… … Dictionary of Greek
ακαλοκάμωτος — η, ο [καλοκάμωτος] 1. αυτός που δεν είναι καλοκαμωμένος, κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος (για πράγματα και ανθρώπους) 2. (για υπόθεση) που δεν έχει προχωρήσει και τελειώσει όπως πρέπει 3. (καρπός) ακαλογίνωτος, που δεν έχει τέλεια ωριμάσει … Dictionary of Greek
ευμορφογεναμένος — εὐμορφογεναμένος, η, ον και όμορφογεναμένος, η, ον (Μ) καλοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφα + γενάμενος, μεταπλασμένος τ. μτχ. αορ. τού γίνομαι (αντί γενόμενος) πρβλ. λεγάμενος / λεγόμενος] … Dictionary of Greek
εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… … Dictionary of Greek
θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοκάμωτος — η, ο καλοκαμωμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + καμωτός (< κάμνω)] … Dictionary of Greek
καλοκόβω — 1. κόβω καλά, είμαι πολύ κοφτερός («δεν καλοκόβει το μαχαίρι» 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) καλοκομμένος, η, ο α) κομμένος καλά, με ακρίβεια, με συμμετρία («καλοκομμένο κοστούμι») β) (μτφ. για ανθρώπους) καλοκαμωμένος, με καλή διάπλαση … Dictionary of Greek
καλοφτ(ε)ιάνω — και καλοφτ(ε)ιάχνω και καλοφκ(ε)ιάνω 1. κατασκευάζω ή διαπλάσσω κάτι έντεχνα, άρτια, κομψά, φιλοτεχνώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοφτ(ε)ιαγμένος και καλοφτ(ε)ιασμένος, η, ο α) καλοδουλεμένος, καλοκαμωμένος β) (για πρόσ.) αυτός που έχει… … Dictionary of Greek